ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… … Dictionary of Greek
καλάδιο — (Caladium). Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των αροϊδών, που φυτρώνουν κυρίως στις τροπικές περιοχές της Αμερικής. Καλλιεργούνται για τα ποικιλόχρωμα φύλλα τους· ορισμένα είδη καλλιεργούνται σε θερμοκήπια και, σε διασταύρωση με άλλα, δίνουν… … Dictionary of Greek
κολοκάσια — (Colocasia). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των αροϊδών, που ευδοκιμεί σε ελώδη ή υγρά εδάφη των τροπικών περιοχών της Ασίας. Πρόκειται για κονδυλώδεις, φυλλοβόλες ή αειθαλείς, πολυετείς πόες, ύψους 80 90 εκ., με μεγάλα αντίθετα… … Dictionary of Greek
ξανθόσωμα — το βοτ. γένος πολυετών αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκουν στην οικογένεια αροΐδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xanthosoma (< ξανθός + σώμα)] … Dictionary of Greek
πιστία — (pistia). Φυτό μονοκοτυλήδονο της οικογένειας των αροϊδών, με το μοναδικό είδος π. ο στρατιώτης. Είναι αυτοφυές των τροπικών και παρατροπικών περιοχών της Γης. Πρόκειται για υδρόβια που επιπλέουν, με ρίζες υποβρύχιες. Τα φύλλα της σχηματίζουν… … Dictionary of Greek
πόθος — I Προσωποποίηση του πόθου στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή θρησκεία. Ήταν γιος του Ζέφυρου και της Ίριδας ή του Έρωτα και της Αφροδίτης. Εικονιζόταν με τη μορφή αμούστακου νέου. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βερολίνου υπάρχει υδρία που βρέθηκε στο … Dictionary of Greek
σαυρόματο — το, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αροΐδες τής τάξης αρώδη … Dictionary of Greek
σπαθίφυλλο — το, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών το οποίο ανήκει στην οικογένεια αροΐδες τής τάξης αρώδη και περιλαμβάνει 35 περίπου είδη πολυετών ριζωματωδών ποωδών φυτών που είναι ιθαγενή τού Μαλαϊκού Αρχιπελάγους και τής τροπικής Αμερικής.… … Dictionary of Greek
φιλόδενδρος — η, ο / φιλόδενδρος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το φιλόδενδρο βοτ. α) γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αροϊδες και το οποίο περιλαμβάνει 200 250 είδη μικρών δένδρων, αναρριχώμενων θάμνων, επίφυτων και,… … Dictionary of Greek