αροΐδες

αροΐδες
(αraceae). Οικογένεια πολυετών φυτών. Σε αυτήν ανήκουν ποώδη φυτά, θαμνώδη και αναρριχώμενα, μικρά δενδρύλλια ή επίφυτα. Τα περισσότερα είδη των α. βρίσκονται στις τροπικές περιοχές, πολύ λίγα στις εύκρατες και κανένα στις αρκτικές. Τα φύλλα τους είναι βελονοειδή ή καρδιόσχημα, ακέραια με κολεό. Τα άνθη σχηματίζουν ταξιανθία σπάδικα που περιβάλλεται από τη σπάθη. Ο καρπός είναι ράγα και τα σπέρματα έχουν σαρκώδες περισπέρμιο. Στην οικογένεια ανήκουν 1.800 διακοσμητικά ή φαρμακευτικά είδη που κατατάσσονται σε περίπου 100 γένη, τα σπουδαιότερα από τα οποία είναι τα εξής: άρον, άκορος, ανθούριο, αρίσαρο, αγλαόνημα, αλοκασία, αμορφόφαλλος, πόθος, κάλλα, μονστέρα και κολοκασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… …   Dictionary of Greek

  • καλάδιο — (Caladium). Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των αροϊδών, που φυτρώνουν κυρίως στις τροπικές περιοχές της Αμερικής. Καλλιεργούνται για τα ποικιλόχρωμα φύλλα τους· ορισμένα είδη καλλιεργούνται σε θερμοκήπια και, σε διασταύρωση με άλλα, δίνουν… …   Dictionary of Greek

  • κολοκάσια — (Colocasia). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των αροϊδών, που ευδοκιμεί σε ελώδη ή υγρά εδάφη των τροπικών περιοχών της Ασίας. Πρόκειται για κονδυλώδεις, φυλλοβόλες ή αειθαλείς, πολυετείς πόες, ύψους 80 90 εκ., με μεγάλα αντίθετα… …   Dictionary of Greek

  • ξανθόσωμα — το βοτ. γένος πολυετών αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκουν στην οικογένεια αροΐδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xanthosoma (< ξανθός + σώμα)] …   Dictionary of Greek

  • πιστία — (pistia). Φυτό μονοκοτυλήδονο της οικογένειας των αροϊδών, με το μοναδικό είδος π. ο στρατιώτης. Είναι αυτοφυές των τροπικών και παρατροπικών περιοχών της Γης. Πρόκειται για υδρόβια που επιπλέουν, με ρίζες υποβρύχιες. Τα φύλλα της σχηματίζουν… …   Dictionary of Greek

  • πόθος — I Προσωποποίηση του πόθου στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή θρησκεία. Ήταν γιος του Ζέφυρου και της Ίριδας ή του Έρωτα και της Αφροδίτης. Εικονιζόταν με τη μορφή αμούστακου νέου. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βερολίνου υπάρχει υδρία που βρέθηκε στο …   Dictionary of Greek

  • σαυρόματο — το, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αροΐδες τής τάξης αρώδη …   Dictionary of Greek

  • σπαθίφυλλο — το, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών το οποίο ανήκει στην οικογένεια αροΐδες τής τάξης αρώδη και περιλαμβάνει 35 περίπου είδη πολυετών ριζωματωδών ποωδών φυτών που είναι ιθαγενή τού Μαλαϊκού Αρχιπελάγους και τής τροπικής Αμερικής.… …   Dictionary of Greek

  • φιλόδενδρος — η, ο / φιλόδενδρος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το φιλόδενδρο βοτ. α) γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αροϊδες και το οποίο περιλαμβάνει 200 250 είδη μικρών δένδρων, αναρριχώμενων θάμνων, επίφυτων και,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”